Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐμφανῆ τ

См. также в других словарях:

  • ἐμφανῆ — ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐμφανής showing in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐμφανής showing in masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφανῇ — ἐμφαίνω exhibit aor subj pass 3rd sg ἐμφαίνω exhibit fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφάνῃ — ἐμφαίνω exhibit aor subj mp 2nd sg ἐμφαίνω exhibit aor subj act 3rd sg ἐμφά̱νῃ , ἐμφαίνω exhibit aor subj mid 2nd sg (doric) ἐμφά̱νῃ , ἐμφαίνω exhibit aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφανή φορτία — Τα φορτία q στους οπλισμούς ενός πυκνωτή, που παραμένουν αμετάβλητα μετά την εισαγωγή ενός διηλεκτρικού ανάμεσα στους οπλισμούς. Η παρουσία του διηλεκτρικού προκαλεί ελάττωση του δυναμικού μεταξύ των οπλισμών, οπότε και της ηλεκτρικής ροής Ε·S (Ε …   Dictionary of Greek

  • κἀμφανῆ — ἐμφανῆ , ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐμφανῆ , ἐμφανής showing in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐμφανῆ , ἐμφανής showing in masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀμφανῆ — ἐμφανῆ , ἐμφανής showing in neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐμφανῆ , ἐμφανής showing in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐμφανῆ , ἐμφανής showing in masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • εμφανής — ές (AM ἐμφανής, ές) ο καθαρά διακρινόμενος, έκδηλος, κατάδηλος, ορατός, φανερός, ολοφάνερος αρχ. μσν. επιφανής, σημαντικός, ένδοξος («ἀποσταλεὶς ἀνήρ Αἰγύπτιος», Διόδ. Σικ.) μσν. 1. φρ. «ἐμφανὴς γίγνομαι» παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 2. φρ. «εἰς τὸ …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • φανερόγαμος — η, ο, Ν 1. (για φυτά) αυτός τού οποίου τα αναπαραγωγικά όργανα είναι εμφανή 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φανερόγαμα (βοτ.) ονομασία που χρησιμοποιείται σε παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης τών φυτών και η οποία αναφέρεται στα φυτά στα οποία τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»